ἀντιμεταβάλλω

From LSJ
Revision as of 19:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεταβάλλω Medium diacritics: ἀντιμεταβάλλω Low diacritics: αντιμεταβάλλω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: antimetabállō Transliteration B: antimetaballō Transliteration C: antimetavallo Beta Code: a)ntimetaba/llw

English (LSJ)

A meet one change with another, Hp.Acut.26.

German (Pape)

[Seite 255] (s. βάλλω), dagegen umändern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταβάλλω: πρὸς μίαν μεταβολὴν ἀντιτάσσω ἑτέραν, ἀμοιβαίως μεταβάλλω, Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.

Spanish (DGE)

1 tr. contrarrestar con otro cambio μέγα τι Hp.Acut.26
cambiar en v. pas. εἰ μὴ ἀντιμεταβέβληται τὸ ἔργον τῆς εἰρήνης Iul.Pap. en Ath.Al.Apol.Sec.30.4.
2 intr. transformarse ὑπὸ ἀνθρώπων ἐσθιόμενα ἀντιμεταβάλλει καὶ γίνεται ἀνθρώπων ... σώματα Origenes M.12.1092C.

Greek Monolingual

ἀντιμεταβάλλω (AM)
1. αντιτάσσω μία μεταβολή σε μία άλλη, κάνω συνεχείς μεταβολές
2. μεταβάλλω τελείως, αντιστρέφω.