ἐπιχρέμπτομαι

From LSJ
Revision as of 10:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Medium diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Low diacritics: επιχρέμπτομαι Capitals: ΕΠΙΧΡΕΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: epichrémptomai Transliteration B: epichremptomai Transliteration C: epichremptomai Beta Code: e)pixre/mptomai

English (LSJ)

A punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.

German (Pape)

[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.

French (Bailly abrégé)

cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.

Greek Monolingual

ἐπιχρέμπτομαι (Α)
αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].

Greek Monotonic

ἐπιχρέμπτομαι: αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρέμπτομαι: сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).

Middle Liddell

Dep. to spit upon, τινι Luc.