ὀριτρεφής
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ές, and ὀρί-τροφος, ον, A v. ὀρειτρ-.
German (Pape)
[Seite 378] u. ὀρίτροφος, = ὀρειτρεφής, ὀρείτροφος, Babr. 106, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀριτρεφής: -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ οὕτως ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12.
Greek Monolingual
ὀριτρεφής, -ές (Α)
βλ. ορειτρεφής.