ὀψιβλαστής

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιβλαστής Medium diacritics: ὀψιβλαστής Low diacritics: οψιβλαστής Capitals: ΟΨΙΒΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: opsiblastḗs Transliteration B: opsiblastēs Transliteration C: opsivlastis Beta Code: o)yiblasth/s

English (LSJ)

ές, A late sprouting or shooting, ib.1.14.3, 6.6.10.

German (Pape)

[Seite 432] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιβλαστής: -ές, (βλαστάνω) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.

Greek Monolingual

ὀψιβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει αργά, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. ὀψέ) + -βλαστής (< βλαστάνω)].