ὁποτέρωθε
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ὁπότερ-θεν, Ep. ὁπποτ-, Adv. A from which of the two sides or directions, Il.14.59 ; ὁ. ἂν ᾖ ἡ πληγή Arist.PA691b10 ; ὁποτερωθενοῦν on either of the two sides, Id.APr.61a38.
German (Pape)
[Seite 363] und ὁποτέρωθεν, ep. ὁπποτέρωθεν, correl. zu ποτέρωθεν, von welcher von beiden Seiten her, Il. 14, 59; Suid. erkl. ἀπὸ ποίου μέρους.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποτέρωθε: -θεν, Ἐπικ. ὁπποτ-, Ἐπίρρ., ἐξ ὁποίου ἐκ τῶν δύο μερῶν, ὁπποτέρωθεν Ἀχαιοὶ ὀρινόμενοι κλονέονται Ἰλ. Ξ. 59 ὁπ. ἂν ᾖ ἡ πληγὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 13· - ὁποτερωθενοῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
épq. ὁπποτέρωθεν;
adv. relat.
duquel des deux côtés, de laquelle des deux parts.
Étymologie: ὁπότερος, -θε.
Greek Monotonic
ὁποτέρωθε: -θεν, Επικ. -ὁπποτ-, επίρρ., από όποιον από τους δύο, από όποιο μέλος του ζεύγους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὁποτέρωθε: (ν), эп. ὁπποτέρωθεν adv. relat. с которой из обеих сторон: ὁ. Ἀχαιοὶ κλονέονται Hom. (трудно сказать), с которой стороны ахейцам приходится хуже.