ὑπαγκάλισμα

From LSJ
Revision as of 13:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαγκᾰλισμα Medium diacritics: ὑπαγκάλισμα Low diacritics: υπαγκάλισμα Capitals: ΥΠΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: hypankálisma Transliteration B: hypankalisma Transliteration C: ypagkalisma Beta Code: u(pagka/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is clasped in the arms, a beloved one, of a wife or mistress, S.Tr.540; of a child, E.Tr.757: cf. παραγκάλισμα.

German (Pape)

[Seite 1179] τό, das, was man in die Arme nimmt, der Gegenstand der Umarmung, Gattinn, Geliebte, Eur. Troad. 752 Hel. 247. – Auch die Umarmung, δύ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα, Soph. Trach. 537.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], τό, τὸ εἰς τὰς ἀγκάλας λαμβανόμενον, ἀγαπητὸν πλάσμα, ἐπὶ συζύγου ἢ ἐρωμένης, Σοφ. Τρ. 540˙ ἐπὶ τέκνου, Εὐρ. Τρῳ. 752˙ ἐπὶ κάλπης, χειρὸς ὑπ. ἐμῆς (ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 42), ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1337˙ - πρβλ. παραγκάλισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de prendre dans ses bras, étreinte;
2 embrassement.
Étymologie: ὑπαγκαλίζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α ὑπαγκαλίζω
(για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.).

Greek Monotonic

ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην αγκαλιά, σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο πρόσωπο, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαγκάλισμα: ατος τό обнимаемое Soph.: ὑ. μητρὶ φίλτατον Eur. бесценное для матери сокровище.

Middle Liddell

ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό, [from ὑπαγκᾰλίζω]
that which is clasped in the arms, a beloved one, Soph., Eur.