ὑπονόστησις

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονόστησις Medium diacritics: ὑπονόστησις Low diacritics: υπονόστησις Capitals: ΥΠΟΝΟΣΤΗΣΙΣ
Transliteration A: hyponóstēsis Transliteration B: hyponostēsis Transliteration C: yponostisis Beta Code: u(pono/sthsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A retirement, sinking, subsiding, θαλάσσης Plu. Ant.3; of the Nile, Hld.9.22 (pl.); ὑ. ἀέρος εἰς γῆν, as a definition of an earthquake, Anaxag. ap. D.L.2.9; τοῦ θερμοῦ Gal.1.689: metaph., ἀλαζονείας Ph.Fr.102 H.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονόστησις: -εως, ἡ, ὑποστροφή, ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se perdre sous terre en parl. de l’eau.
Étymologie: ὑπονοστέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α ὑπονοστῶ
1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση
2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῡ θερμοῡ ὑπονόστησιν», Γαλ.)
3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» — ο σεισμός (Αναξαγ.).

Greek Monotonic

ὑπονόστησις: -εως, ἡ, υποχώρηση, καθίζηση, λέγεται για θάλασσα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονόστησις: εως ἡ
1) убывание, спад (τῆς θαλάσσης Plut.);
2) опускание, проникновение (ἀέρος εἰς γῆν Anax. ap. Diog. L.).

Middle Liddell

ὑπονόστησις, εως, [from ὑπονοστέω
subsidence, of the sea, Plut.