μαστιχέλαιον
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
τό, A mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).
Greek (Liddell-Scott)
μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον (ἔλαιον)).
Greek Monolingual
μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.