φαυλισμός
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ὁ, = φαύλισμα (disparagement, contempt), LXX Is. 51.7, al.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Geringschätzung, Verachtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ φαυλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαυλίζω.