φορμίσκος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, = φορμίς (small basket), Pl. Ly. 206e, EM 798.51.
German (Pape)
[Seite 1300] ὁ, dim. von φορμός, Plat. Lys. 206 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite corbeille, petit panier.
Étymologie: dim. de φορμίς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποκορ. του φορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].
Greek Monotonic
φορμίσκος: ὁ, = το προηγ., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φορμίσκος: ὁ Plat. = φορμίς.