αἱμορραγώδης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ες, = αἱμορραγικός (liable to hemorrhage, hemorrhagic, haemorrhagic), σημεῖα symptoms of haemorrhage, Hp. Prorrh. 1.130, Ruf. Ren. Ves. 9.2.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορραγώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμορραγώδης -ες αἱμορραγία, -ειδης]
1. met bloedingen.
2. van een bloeding.