καστόρειος

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστόρειος Medium diacritics: καστόρειος Low diacritics: καστόρειος Capitals: ΚΑΣΤΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kastóreios Transliteration B: kastoreios Transliteration C: kastoreios Beta Code: kasto/reios

English (LSJ)

or καστόριος, α, ον, of the beaver, ὄρχεις Hsch. s.v. κάστωρ· αἷμα Dsc. 2.24; — esp. καστόρειον or καστόριον, τό, castor, secretion found in the body of the beaver, used in medicine, Anon. Lond. 37.51, POxy. 1088.27 (i AD), Plu. 2.55a, Sor. 2.29, Phlp. in GC 65.29, etc.

German (Pape)

[Seite 1333] vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.

Greek Monolingual

καστόρειος, -ον (Α) Κάστωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του Διός και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη
2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.