ἐγχραύω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Epic ἐνιχραύω Nic. Th. 277, = ἐγχράω.
German (Pape)
[Seite 714] hineinstoßen, -schlagen, ἐνέχραυε τὸ σκῆπτρον ἐς τὸ πρόσωπ ον Her. 6, 75.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἐνέχραυε;
asséner sur.
Étymologie: ἐν, χραύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνι- Nic.Th.277
golpear con ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75
•picar con, clavar de un golpe οἷσι κεράστης οὐλόμενος κακόεργον ἐνιχραύσῃ κυνόδοντα a quienes la mortífera cerastes pique con su maligno colmillo Nic.l.c.
Greek Monolingual
ἐγχραύω και ἐγχρῶ (-άω) (Α) χτυπώ, σπρώχνω σε κάτι.