κλίνειος

From LSJ
Revision as of 12:41, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑ́νειος Medium diacritics: κλίνειος Low diacritics: κλίνειος Capitals: ΚΛΙΝΕΙΟΣ
Transliteration A: klíneios Transliteration B: klineios Transliteration C: klineios Beta Code: kli/neios

English (LSJ)

α, ον, A of or for beds, ξύλα D.27.10.

German (Pape)

[Seite 1453] zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.

Greek (Liddell-Scott)

κλίνειος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην, ξύλα κλίνεια Δημ. 816. 19.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lit.
Étymologie: κλίνη.

Greek Monolingual

κλίνειος, -εία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπ-ειος, λεόντ-ειος)].

Greek Monotonic

κλίνειος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κλίνειος: (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.).

Middle Liddell

κλίνειος, η, ον
of or for beds, Dem. [from κλῑ́νη]