μελαμβόρειος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (βορέας)
A of the black north: πνεῦμα μελαμβόρειον the black north wind in Southern Gaul and Palestine, Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
μελαμβόρειος: ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον πνεῦμα, βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «μαῦρος» βόρειος ἄνεμος ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ (ἔνθα καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, ἔνθα ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.
Greek Monolingual
μελαμβόρειος, -ον (Α)
φρ. «πνεῦμα μελαμβόρειον» — ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βόρειος.