μελαμβόρειος

From LSJ
Revision as of 15:33, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβόρειος Medium diacritics: μελαμβόρειος Low diacritics: μελαμβόρειος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: melambóreios Transliteration B: melamboreios Transliteration C: melamvoreios Beta Code: melambo/reios

English (LSJ)

ον, (βορέας)
A of the black north: πνεῦμα μελαμβόρειον the black north wind in Southern Gaul and Palestine, Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβόρειος: ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον πνεῦμα, βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «μαῦρος» βόρειος ἄνεμος ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ (ἔνθα καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, ἔνθα ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

μελαμβόρειος, -ον (Α)
φρ. «πνεῦμα μελαμβόρειον» — ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βόρειος.