επίκειμαι
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
(AM ἐπίκειμαι) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.)
2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τον τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν.
β) «επίκειται πόλεμος, το μοιραίο» κ.λπ.
3. φρ. «τὰ ἐπικείμενα τοῖς ὑποκειμένοις» — κανόνας του δικαίου, κατά τον οποίο ο κύριος εδάφους είναι κύριος και τών κτισμάτων, δένδρων ή άλλων πραγμάτων που βρίσκονται επάνω σ’ αυτό)
μσν.
τοποθετούμαι μαζί με άλλα, προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. (για πόρτα) προσαρμόζομαι, κλείνομαι («θύραι δ’ ἐπέκειντο φαειναί», Ομ. Οδ.)
2. (για έκταση γης) εκτείνομαι κοντά σε κάτι, απλώνομαι, βρίσκομαι κοντά («καὶ ἐκ τῶν νήσων τῶν ἐπικειμένων τῇ Θράκῃ», Ηρόδ.)
3. συνορεύω
4. (για ονόματα, όρους) προσδίδομαι, δίνομαι («ἐπίκειται τὸ ὄνομα χριστιανῶν ἀμφοτέροις», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πιέζω, στενοχωρώ («Κλέων μ’ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.)
6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
7. παρακινώ για κάτι, προτρέπω
8. (σε παθ. σύνταξη, με αιτ.) έχω κάτι επάνω μου, φορώ («κἀπικείμενον κάρα κυνέας θερίζων», Ευρ.)
9. μτφ. είμαι εκτεθειμένος σε κάτι («οἱ κίνδυνοι ἐπικείμενοι», Aππ.).