υπονοώ

From LSJ
Revision as of 20:29, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ νοῶ
νεοελλ.
1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως»)
2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι
δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τα υπονοούμενα
υπαινιγμοί, μισόλογα
αρχ.
1. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
2. κάνω εικασίες, σχηματίζω υποθετικές ιδέες για ένα θέμα («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).