υπονοώ
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Greek Monolingual
ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ νοῶ
νεοελλ.
1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως»)
2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι
δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τα υπονοούμενα
υπαινιγμοί, μισόλογα
αρχ.
1. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
2. κάνω εικασίες, σχηματίζω υποθετικές ιδέες για ένα θέμα («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).