επαρώμαι

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

ἐπαρῶμαι, -άομαι (Α)
1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.)
2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῖναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.)
3. υπόσχομαι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»].