ρόπτρο

From LSJ
Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source

Greek Monolingual

τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ
βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα του σπιτιού για το χτύπημα της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.)
αρχ.
1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν ῥόπτρον», Ευρ.)
2. το ξύλο της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το άγγιγμα και έπιανε τον ποντικό
3. μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, ρόμβος («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῑς», Πλούτ.)
4. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοπ- του ῥέπω + επίθημα -τρον (πρβλ. βάκ-τρον)].