ἔλαιος

From LSJ
Revision as of 10:05, 11 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλαιος Medium diacritics: ἔλαιος Low diacritics: έλαιος Capitals: ΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: élaios Transliteration B: elaios Transliteration C: elaios Beta Code: e)/laios

English (LSJ)

ὁ,= κότινος, A wild olive, ἄγριος ἔλαιος Pi.Fr.46, S.Tr.1197, Paus. 2.32.10. II a bird, prob. a kind of warbler, Alex.Mynd. ap. Ath. 2.65b, cj. in AP7.199 (Tymnes); cf. ἐλέα.

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, wilder Oelbaum, ἄγριος Pind. frg. 21; Soph. T. 197 u. Sp. – Bei Ath. II, 65 b ist ἐλαιός ein Vogel.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλαιος: ὁ, = κότινος, ἡ ἀγρία ἐλαία, «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, ἄγριος ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, εἶδος αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἔλαιον, πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἐλεᾶς). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ φαρμακεύς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: ἐλαία.
Syn. ἀγριέλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.

English (Slater)

ἔλαιος
   1 wild olive ἄγριος ἔλαιος (ἣν οἱ πολλοὶ ἀγριέλαιον καλοῦσιν Bachmann, Anecd. 25. 15) fr. 46.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 bot. olivo, Olea europaea L. ἄγριος ἔ. acebuche, Olea europaea L. var. silvestris Brot., Pi.Fr.46, S.Tr.1197
post. ἔλαιος acebuche, olivo silvestre Paus.2.28.7, 32.10.
2 orn. zarcero, Hippolais olivetorum (Strickland) o H. pallida elaeica (Lindermayer), Alex.Mynd.p.548W.

Greek Monolingual

ἔλαιος, ο (AM)
άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος
αρχ.
1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» — ροδιακή λέξη.

Greek Monotonic

ἔλαιος: ὁ (ἐλαία), άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος, Λατ. oleaster, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔλαιος: ὁ (тж. ἔ. ἄγριος Pind.) маслина, преимущ. дикая Pind., Soph.

Middle Liddell

ἔλαιος, ὁ, ἐλαία
the wild olive, Lat. oleaster, Soph.

English (Woodhouse)

wild olive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)