ἀπειρόγαμος

From LSJ
Revision as of 10:35, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόγᾰμος Medium diacritics: ἀπειρόγαμος Low diacritics: απειρόγαμος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: apeirógamos Transliteration B: apeirogamos Transliteration C: apeirogamos Beta Code: a)peiro/gamos

English (LSJ)

ον, A unwedded, νύμφα Eub.35; of Athene, Nonn.D.47.416, Cat.Cod.Astr.7.227.

German (Pape)

[Seite 285] unverheirathet, νύμφα Eubul. bei Ath. VII, 300 b; μήτηρ ist Maria bei christlichen Dichtern in Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόγαμος: -ον, μὴ λαβὼν πεῖραν γάμου, ἄγαμος, παρθένος, νύμφα ἀπειρόγαμος Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Νόνν. Δ. 13. 98, κόρη Εὐσέβ. VI. 640D, IV. 881 C, Γρηγ. Ναζ., κλ.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀπιρ- MAMA 7.560 (Frigia Oriental)
que no ha probado el matrimonio, soltero, virgen νύμφα Eub.35, ἀνήρ Cat.Cod.Astr.7.221, de Atena, Nonn.D.47.416, de María AP 1.2, ἁγνὸς ἀπιρόγαμος Χριστοῦ φίλος MAMA 7.560 (Frigia Oriental), cf. Basil.M.30.464B, Paul.Sil.Soph.436
virginal λέκτρον Nonn.D.13.98.

Greek Monolingual

ἀπειρόγαμος, -ον (AM)
αυτός που δεν έλαβε πείρα γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, παρθένος
«ἀπ. νύμφα», «ἀπειρόγαμος νύμφηκόρη» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό κρεβάτι, Νόννος).