ἐνδιάζω
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
(A ἔνδιος 1.1) pass the noon, take a siesta, Plu.Rom.4, 2.726f. II weave in, in Pass., Hsch.
German (Pape)
[Seite 833] (ἔνδιος), Mittagsruhe halten, Plut. Rom. 4 Lucull. 16. hineinweben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιάζω: (ἔνδιος) διέρχομαι τὴν μεσημβρίαν, ἐκεῖ διὰ τὴν σκιὰν ἐνδιάζειν Πλουτ. Ρωμ. 4.
French (Bailly abrégé)
faire la sieste (en plein air).
Étymologie: ἔνδιος.
Spanish (DGE)
tejer en v. pas. ἐνεδιάσθη· ἐνεπλάκη Hsch.; cf. ἄττομαι.
echar la siesta, descansar al mediodía τὴν μετ' ἄριστον ἀνάπαυσιν ἐνδιάζειν (φασί) Plu.2.726e, μεσημβρίας οὔσης καὶ τῶν στρατιωτῶν ἐνδιαζόντων Plu.Luc.16, animales a la sombra de un árbol, Plu.Rom.4.
Greek Monolingual
ἐνδιάζω (Α)
ησυχάζω, αναπαύομαι το μεσημέρι.
Greek Monotonic
ἐνδῐάζω: (ἔνδιος I), κοιμάμαι το μεσημέρι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιάζω: предаваться полуденному отдыху Plut.