συμπεριγράφω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
[ᾰ], A circumscribe or cancel together with, τοῖς ἄλλοις ἑαυτήν S.E.P.1.14, cf. Plot.6.5.11.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich umschreiben, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριγράφω: περιγράφω ἢ ἐξαλείφω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ.
Greek Monolingual
Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριγράφω: (ᾰ) совместно описывать, одновременно определять (τοῖς ἄλλοις ἑαυτόν Sext.).