ετερόπτωτος
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετά-πτωτος].