καισαρικός

From LSJ
Revision as of 10:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. καισάρειος.
2. φρ. ιατρ. «καισαρική τομή» — η διάνοιξη του πρόσθιου τοιχώματος της μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και του περιτοναίου της εγκύου και η εξαγωγή του εμβρύου, όταν είναι αδύνατη ή δυσχερής η εξαγωγή από τη φυσιολογική οδό.
επίρρ...
καισαρικῶς (Μ)
με διαταγή του καίσαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ. Ως ιατρικός όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cesarienne < λατ. caesus «τομή» < caedere «τέμνω, κόβω», ενώ έχει συνδεθεί και με το λατ. Caesar, το οποίο, κατά μία εκδοχή, προήλθε επίσης από caesus < caedere, επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ δεν γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό αλλά με χειρουργική επέμβαση].