κρανουργός

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνουργός Medium diacritics: κρανουργός Low diacritics: κρανουργός Capitals: ΚΡΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kranourgós Transliteration B: kranourgos Transliteration C: kranourgos Beta Code: kranourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A maker of helmets; and κρᾰνο-ουργία, ἡ, Poll.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρανουργός: -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 155.

Greek Monolingual

κρανουργός, ὁ (Α)
ο κρανοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανο-εργός με συναίρεση < κράνος + -(F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι-ουργός, στιχ-ουργός)].