κηροχίτων

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροχῐ́των Medium diacritics: κηροχίτων Low diacritics: κηροχίτων Capitals: ΚΗΡΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: kērochítōn Transliteration B: kērochitōn Transliteration C: kirochiton Beta Code: khroxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A clad in wax, λαμπάς AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1434] ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).

Greek (Liddell-Scott)

κηροχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
à la robe de cire, recouvert de cire.
Étymologie: κηρός, χιτών.

Greek Monolingual

κηροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινοςλαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηροχίτων, χαλκοχίτων].

Greek Monotonic

κηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηροχίτων: ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском (λαμπάς Anth.).

Middle Liddell

κηρο-χῐ́των, ωνος,
clad in wax, Anth.