λινοχίτων
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A with linen tunic, Hsch., prob. l. in Him.Or.11.1.
German (Pape)
[Seite 50] ωνος, mit leinenem Unterkleide, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λινοῦν χιτῶνα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λινοχίτων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που φορά λινό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηροχίτων, χαλκοχίτων].