μερολήπτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο
αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρολήπτης, προσωπολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].
ο
αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρολήπτης, προσωπολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].