διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: λωβήμων | Medium diacritics: λωβήμων | Low diacritics: λωβήμων | Capitals: ΛΩΒΗΜΩΝ |
Transliteration A: lōbḗmōn | Transliteration B: lōbēmōn | Transliteration C: lovimon | Beta Code: lwbh/mwn |
ον, gen. ονος, = λωβήεις (outrageous), in acc. sg., λωβήμονα κῆρα Nic. Al. 536 (v.l. λωβήτορα).
λωβήμων, -ον (Α)
λωβήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].