πλειστοβόλος

From LSJ
Revision as of 13:14, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστοβόλος Medium diacritics: πλειστοβόλος Low diacritics: πλειστοβόλος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pleistobólos Transliteration B: pleistobolos Transliteration C: pleistovolos Beta Code: pleistobo/los

English (LSJ)

ον (parox.), A throwing high, of dicers, AP7.422 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 628] am meisten, das Meiste werfend, sehr viel werfend, vom Würfelspiel, Leon. Tar. 84 (VII, 422).

Greek (Liddell-Scott)

πλειστοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène le plus fort point au jeu de dés.
Étymologie: πλεῖστος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

πλειστοβόλος: -ον, ρίχνω τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλειστοβόλος: выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen).

Middle Liddell

πλειστο-βόλος, ον,
throwing the most, of dicers, Anth.