ἐπιλήσμων

From LSJ
Revision as of 06:03, 26 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήσμων Medium diacritics: ἐπιλήσμων Low diacritics: επιλήσμων Capitals: ΕΠΙΛΗΣΜΩΝ
Transliteration A: epilḗsmōn Transliteration B: epilēsmōn Transliteration C: epilismon Beta Code: e)pilh/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,
A apt to forget, forgetful, Cratin.154, Ar.Nu.129, al., Lys.12.87, Pl.R.486d, etc.: Comp. ἐπιλησμονέστερος X.Mem.4.8.8: c.gen.rei, Id.Ap.6: Sup. ἐπιλησμονέστατος Lys.34.2, Phalar.Ep.30: irreg. Sup. ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος) Ar.Nu.790.
II. Act., causing forgetfulness, ἐ. ἐπῳδή Chio Ep.3.6.

German (Pape)

[Seite 958] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, ἐπῳδή Chion. ep. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήσμων: -ον, γεν. ονος, (ἐπιλήθομαι) ὡς καὶ νῦν, συνηθίζων νὰ λησμονῇ, «ξεχασιάρης», Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3, Ἀριστοφ. Νεφ. 129, 485, 629, Λυσίας 128. 15, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπολ. 6, ἐν τῷ συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, ἐνῷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 790 ὑπάρχει ἐπιλησμότατος (ὡς εἰ ἐκ θετικοῦ ἐπίλησμος). ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν ἐπιλησμοσύνην, ὥσπερ ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ Χίων ἐν Ἐπιστ. 3.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui oublie, oublieux;
Cp. ἐπιλησμονέστερος.
Étymologie: ἐπιλανθάνω.

Greek Monolingual

ἐπιλήσμων, -ον (AM)
αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.)
(

Greek Monotonic

ἐπιλήσμων: -ον, γεν. -ονος (ἐπιλήθομαι), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, ξεχασιάρης, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, εκεί που ο Αριστοφ. παραδίδει το ἐπιλησμότατος (όπως αν προερχόταν από θετ. του ἐπίλησμος).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήσμων: 2, gen. ονος забывающий, забывчивый Arph., Lys., Plat., Plut.: ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερος Xen. скорее забывающий то, чему учился.

Middle Liddell

ἐπιλήσμων, ονος, [ἐπιλήθομαι]
apt to forget, forgetful, Ar., Plat., etc.; c. gen. rei, Xen., in comp. ἐπιλησμονέστερος, whereas Ar. has ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος).

English (Woodhouse)

forgetful, having a bad memory

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)