κατάπυγος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A = καταπύγων, κίναιδος, ἀσελγής (q.v.), Hsch., Phot., prob. in Gerhard Phoinixp.7 (cf. p.153): Comp. -ότερος Sophr.63: Sup. -ότατος Epigr.Gr.1131.
German (Pape)
[Seite 1373] = Folgdm, VLL, erkl. κίναιδος, ἀσελγής; sprichwortlich καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστἄν Ath. VII, 281 e aus Sophron.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπῡγος: -ον, ἴδε καταπύγων.
Greek Monolingual
κατάπυγος, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί-πυγος, καλλί-πυγος].