κορυβαντιώ
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
κορυβαντιῶ, -άω (Α) Κορύβας
1. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ», Πλάτ.)
2. φρ. «κορυβαντιώ περί τι» — μαίνομαι, είμαι μανιακός, ξετρελαμένος με κάτι
3. παλεύω με τον ύπνο, κουτουλάω από τη νύστα, κατανεύω και αιφνίδια σηκώνω πάλι το κεφάλι («ἀλλ' ή παραφρονεῖς ἐτεὸν ἢ κορυβαντιᾷς;», Αριστοφ.)
3. κοιμάμαι με ανοιχτά τα μάτια.