ναυκληρέω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
A to be a shipowner, Ar.Av.598, X.Lac.7.1, Lys.6.49; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει Test. ap. D.35.20: c. gen., φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.Pomp. 73. 2 metaph., ν. πόλιν manage, govern, A.Th.652, S.Ant. 994. II to be manager of a tenement-house (v. ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19, cf. Alex. 138.
German (Pape)
[Seite 230] 1) ein ναύκληρος sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = ναυτίλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ναυκληρέω: εἶμαι κύριος πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être propriétaire ou armateur d’un navire ; fréter ; p. anal. diriger, gouverner, acc..
Étymologie: ναύκληρος.
Greek Monotonic
ναυκληρέω: μέλ. -ήσω,
1. είμαι ιδιοκτήτης πλοίου, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., ναυκληρέω πόλιν, διοικώ, κυβερνώ πόλη, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ναυκληρέω:
1) (тж. ν. τὴν ναῦν Dem. и τῆς νεώς Plut.) быть судовладельцем, т. е. сдавать судно в наем (для перевозки грузов): ναυκληρῶν Lys. будучи собственником корабля;
2) править, управлять (πόλιν Aesch., Soph.);
3) отдавать в наем (συνοικίαν Isae.).
Middle Liddell
ναυκληρέω,
1. to be a shipowner, Ar., Xen.
2. metaph., ν. πόλιν to manage, govern, Aesch., Soph. [from ναύκληρος