γονύκροτος
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον, A knocking the knees together, of the gait of women, Arist.HA538b10 (Comp.); of effeminate men. Anacr.144, Arist.Phgn.808a13, 810a34.
German (Pape)
[Seite 502] mit einwärts gebogenen, zusammenschlagenden Knieen, Zeichen eines geschwächten Körpers, wie der Feigheit, VLL. Bei Arist. Physiogn. 3 als Subst., das Knieschlottern, Zeichen des Cinäden; aber H. A. 4, 11 τὰ θήλεα τῶν ἀῤῥένων γονυκροτώτερά ἐστι.
Greek (Liddell-Scott)
γονύκροτος: -ον, ῥαιβός, ὁ ἔχων κεκλιμένα πρὸς τὰ ἔσω τὰ γόνατα καὶ συγκρούων αὐτὰ ἐν τῷ περιπατεῖν, ὡς τὰ τῶν γυναικῶν, τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4.11,12· ἐπὶ ἀδυνάτων καὶ δειλῶν, Ἀνακρ. 114, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 9., 6, 5.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que mantiene en contacto las rodillas al andar, esp. de mujeres τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερα Arist.HA 538b10, cf. Phgn.808a13, de los patizambos, Hsch., Eust.932.1, como signo de cobardía en el hombre, Anacr.150, Adam.2.52.
Greek Monolingual
γονύκροτος, -ον (Α)
1. εκείνος του οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός
2. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)].
Russian (Dvoretsky)
γονύκροτος:
1) задевающий (при ходьбе) коленом о колено (τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Arst.);
2) с трясущимися коленями (κίναιδοι Arst.).