περισοβέω
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
A chase about, π. ποτήριον push round the wine-cup, Men.224, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.130c :—Pass., κύλικος, φιλοτησίας περισοβουμένης, Alciphr.1.22, 3.55, cf. Luc.Symp.15. II run bustling round, κύκλῳ τὰς πόλεις Ar.Av.1425.
German (Pape)
[Seite 591] herumjagen, geschwind herumgehen lassen, κύλικα, Ath. XI, 504; vgl. Luc. conv. 15; Alciphr. 3, 55. – Intr., geschwind herumgehen, c. accus., τὰς πόλεις, Ar. Av. 1425.
Greek (Liddell-Scott)
περισοβέω: σοβῶ πέριξ, π. ποτήριον, περιφέρω, περιάγω, τὸ ποτήριον, παῖ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει ποτήριον αὐτοῖς ἀκράτου Μένανδρος παρ’ Ἀθην. 504Α· μικροῖς ἐκπώμασι περισοβεῖν ἐκέλευσε τοῖς παισὶν Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130C· Παθ., κύλικος περισοβουμένης Ἀλκίφρων 1. 22, πρβλ. 3. 55, Λουκ. Συμπ. 15. ΙΙ. περιτρέχω μετὰ θορύβου, κύκλῳ τὰς πόλεις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1425· πρβλ. σοβέω ΙΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περισοβεῖν· ἐν κύκλῳ πίνειν. ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῖν. ἢ διώκειν».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
agiter tout autour ; faire circuler ; Pass. circuler.
Étymologie: περί, σοβέω.
Greek Monotonic
περισοβέω: μέλ. —ήσω ·
I. περιφέρω, περισοβέω ποτήριον, δίνω σε κύκλο το ποτήρι μου με το κρασί, σε Μένανδρ.
II. τρέχω βιαστικά γύρω από, τὰςπόλεις, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περισοβέω:
1) пускать вкруговую: ἐς τοὺς ἄλλους περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ Luc. чаша шла вкруговую от одних к другим;
2) идти вкруговую (περισοβεῖ ποτήριον ἀκράτου Men.);
3) обходить (τὰς πόλεις Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σοβέω rondjagen; pass. rondgaan:; περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ de beker ging rond Luc. 17.15; intrans. rennen:. κύκλῳ π. τὰς πόλεις rondom door de steden rennen Aristoph. Av. 1425.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to chase about, π. ποτήριον to push round the wine-cup, Menand.
II. to run bustling round, τὰς πόλεις Ar.