ἐξαλύσκω

From LSJ
Revision as of 13:46, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλύσκω Medium diacritics: ἐξαλύσκω Low diacritics: εξαλύσκω Capitals: ΕΞΑΛΥΣΚΩ
Transliteration A: exalýskō Transliteration B: exalyskō Transliteration C: eksalysko Beta Code: e)calu/skw

English (LSJ)

aor. ἐξήλυξα, A flee from, c. acc., E.El.219, Hipp.673 (lyr.): abs., escape, A.Eu.111, E.Hec.1194: c. gen., Opp.H.3.104; cf. ἐξαλεύομαι.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλύσκω), = ἐξαλέομαι; Aesch. Eum. 111; πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; Eur. Hipp. 673, vgl. El. 219; ἐξήλυξε μόροιο Opp. Hal. 3, 104.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλύσκω: μέλλ. -ύξω: ἀόρ. ἐξήλυξα: ― ὡς τὸ ἐξαλέομαι, φεύγω ἀπό τινος, Εὐρ. Ἠλ. 219, Ἱππ. 673· ἀπολ., διαφεύγω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 111, Εὐρ. Ἑκ. 1194: ― μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 104. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι· Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». ― Πρβλ. ἐξαλεύομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαλύξω, ao. ἐξήλυξα;
échapper à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλύσκω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλύσκω)
escapar, librarse de alguna fatalidad o desgracia, c. ac. ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλύξωμαι θεᾶς S.Ai.656 (cj. en ed., pero ἐξαλεύσωμαι cód.), φῶτας κακούργους E.El.219, πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; E.Hipp.673, βακχῶν σπαραγμόν E.Ba.734, μοῦνον φλέγουσαν ἐξαλύξαντα σποδόν Lyc.179, tard. c. gen. ἐξήλυξε μόροιο de un pez, Opp.H.3.104
abs. escapar al destino, librarse de una suerte fatal ὃ δ' ἐξαλύξας οἴχεται él habiéndose escapado se ha ido A.Eu.111, οὔτις ἐξήλυξέ πω E.Hec.1194, cf. Sch.Nic.Th.121e.

Greek Monolingual

ἐξαλύσκω (Α) αλύσκω
φεύγω, ξεφεύγω για να προφυλαχθώ.

Greek Monotonic

ἐξᾰλύσκω: μέλ. -ύξω, αόρ. αʹ ἐξήλυξα· όπως το ἐξαλέομαι, φεύγω από, με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., διαφεύγω, δραπετεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλύσκω: (fut. ἐξαλύξω, aor. ἐξήλυξα)
1) убегать (φῶτας κακούργους ποδί Eur.): ἐξαλύξας οἴχεται Aesch. он спасается бегством;
2) избегать, спасаться (τύχας Eur.).

Middle Liddell

fut. ύξω aor1 ἐξήλυξα like ἐξαλέομαι
to flee from, c. acc., Eur.; absol. to escape, Aesch., Eur.