ἀπαναλίσκω
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
fut. -ανᾱλώσω, Alciphr.3.47: pf. A ἀπανάλωκα Th.7.11: aor. 1 Pass. -ηλώθην ib.30: plpf. ἀπανηλώμην D.S.12.40: pf. -ηλωμένος J.AJ12.9.5:—use quite up, utterly consume, Il.cc.:—part. Pass. ἀπαναλούμενος in Ti.Locr.101d. II spend from a given sum, IG1.32.26.
German (Pape)
[Seite 278] (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden, ἀπαναλωκυῖα Thuc. 7, 11; απανηλώθη 2, 13; ἀπαναλώθη 7, 30; Tim. Locr. 101 d; Sp., wie Dion. Hal. 4, 43; ἀπανήλωσε Plut. Caes. 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: καταναλίσκω τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ τύπος ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαναλώσω, ao. ἀπανήλωσα, pf. ἀπανήλωκα;
dépenser en pure perte.
Étymologie: ἀπό, ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. act. opt. ἀπαναλώσειεν Plot.3.2.2, med. part. ἀπαναλούμενος Ti.Locr.101d; perf. act. part. ἀπανηλωκυίας Th.7.11, med. part. ἀπανηλωμένου I.AI 12.378]
I 1utilizar, emplear ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ Th.l.c.
2 gastar ἀργύριον Alciphr.3.11.4, en v. med. τι IG 12.91.26 (V a.C.)
•en v. pas. τά τε ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα lo que se tiene y lo que se gasta Th.7.14, μύρια (τάλαντα) ... ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη Th.2.13, ἀπανηλωμένου καρποῦ I.l.c.
•fig. en v. med. καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπαναλίσκεται ὁ βίος día a día se va gastando la vida M.Ant.3.1.
II destruir τὸ κράτιστον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδος D.C.11.4, ἀπαναλώσειεν ἄλλο ἄλλο Plot.3.2.2
•en v. pas. ser aniquilado, perecer τῶν ... Μυκαλησσίων μέρος τι ἀπανηλώθη Th.7.30.
Greek Monolingual
ἀπαναλίσκω (Α)
καταναλώνω τελείως κάτι.
Greek Monotonic
ἀπανᾱλίσκω: μέλ. -αναλώσω· παρακ. ἀπανάλωκα — Παθ., αόρ. αʹ -αναλώθην· καταδαπανώ, καταναλώνω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανᾱλίσκω:
1) расходовать, тратить (τι Thuc.): ἀπαναλῶναι ἔς τι Thuc. и πρός τι Diod. быть израсходованным на что-л.;
2) терять: τὰ ἀπαναλισκόμενα Thuc. потери, урон; τοσοῦτον ἀπανῆλωσε τοῦ δήμου μέρος Plut. вот какая часть населения погибла.