προσομοιόω

From LSJ
Revision as of 16:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομοιόω Medium diacritics: προσομοιόω Low diacritics: προσομοιόω Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: prosomoióō Transliteration B: prosomoioō Transliteration C: prosomoioo Beta Code: prosomoio/w

English (LSJ)

A compare, τινί τι D.L.7.40. 2 intr., to be like, resemble, τὴν σύνεσιν αὐτοῦ π. ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι D.60.30:—in pf. Pass., προσωμοιῶσθαι Poll.9.131. 3 represent in art, D.Chr.12.77.

German (Pape)

[Seite 774] vergleichen, D. L. 7, 40; τὴν σύνεσιν αὐτὸν προσομοιοῦν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, Dem. 60, 30, kann auch intr. sein: ähnlich sein.

Greek (Liddell-Scott)

προσομοιόω: κάμνω τι ὅμοιον, τινί τι Διογ. Λ. 7. 40. 2) γίνομαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Δημ. 1398. 24· ἐν τῷ παθ. πρκμ., προσωμοιῶσθαι Πολυδ. Θ´, 131.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. assimiler à, τινι;
2 intr. être semblable à, τινι.
Étymologie: προσόμοιος.

Greek Monotonic

προσομοιόω: μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσομοιόω:
1) уподоблять (τί τινι Diog. L.);
2) быть похожим, походить (ἀνθρώπῳ τὴν σύνεσιν Dem.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to be like, resemble, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Dem.