συνθεωρέω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A contemplate or observe at the same time, Arist.PA645a12, APr.67a37, Thphr.HP1.14.4, BGU1855.4 (i B.C.); take a comprehensive survey of, Epicur.Ep.2p.55U., Nat.11.10:—Pass., Phld. Po.Herc.994.38; συνθεωρεῖσθαι . . τὴν γῆν ἀσπορήσειν it was observed also that... PTeb.61 (b).33 (ii B.C.). II act as θεωρός or go to a festival together, Ἐλευσῖνάδε Lys.8.5; τινι with one, Ar.V.1187; σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Arist.EE1245b4.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεωρέω: θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς θεωρός, ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν ὁμοῦ, Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 contempler ensemble;
2 faire partie d’une députation de théores avec, τινι.
Étymologie: σύν, θεωρέω II.
Greek Monotonic
συνθεωρέω: μέλ. -ήσω, μετέχω ως θεωρὸς σε, θρησκευτική αποστολή, πορεύομαι μαζί πηγαίνοντας σε γιορτή ή πανηγύρι, σε Λυσ.· τινί, με κάποιον, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θεωρέω, Att. ook ξυνθεωρέω mede- theôros zijn, met dat. met iem.. ἀκόντων ὑμῶν Ἐλευσῖνάδε ξυνθεωρεῖν dat (ik) tegen jullie wil als theôros mee was naar Eleusis [Lys.] 8.5.
Russian (Dvoretsky)
συνθεωρέω:
1) вместе смотреть, совместно рассматривать (τι Arst., Sext.);
2) участвовать в праздничной процессии (τινι Arph.; Ἐλευσῖνάδε Lys.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to act as θεωρός or go to a festival together, Lys.; τινί with one, Ar.