ἐξερμηνεύω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A interpret, translate, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν τοὔνομα D.H.1.67, cf. Jul.Or.2.77d:—Pass., Plb.2.15.9, D.H.4.67, Plu.2.383d, etc. II describe accurately, Luc.Hist.Conscr.19.
German (Pape)
[Seite 878] 1) auslegen, ἐς γλῶσσάν τινα, übersetzen, Pol. 2, 15, 9 D. Hal. 1, 67 u. öfter. – 2) genau beschreiben, Luc. conscr. hist. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερμηνεύω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Διον. Ἁλ. 1. 67: ― Παθ., Πολύβ. 2, 15, 7, Διον. Ἁλ. 4. 67, κτλ. ΙΙ. περιγράφω ἀκριβῶς, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 19.
French (Bailly abrégé)
décrire avec soin.
Étymologie: ἐξ, ἑρμηνεύω.
Greek Monolingual
ἐξερμηνεύω (Α) ερμηνεύω
1. ερμηνεύω, μεταφράζω
2. περιγράφω με ακρίβεια.
Greek Monotonic
ἐξερμηνεύω: μέλ. -σω, περιγράφω ακριβώς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερμηνεύω:
1) (о языке) переводить (τὸ «trans» ἐξερμηνευόμενόν ἐστι πέραν Polyb.);
2) подробно описывать (ἡ ἀσπίς τινος ὅλῳ βιβλίῳ ἐξηρμηνεύθη Luc.).
Middle Liddell
fut. σω
to interpret accurately, Luc.