πολιάς
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of πολιός, A grey-haired, γυνὴ τὴν κεφαλὴν π. Luc.Lex.12.
German (Pape)
[Seite 655] άδος, ἡ, die Städtische, Stadtbeschützerinn; bes. Beiname der Athene in Athen, Soph. Phil. 134, Ar. Av. 828, Her. 5, 82 u. sonst. S. πολιεύς.
French (Bailly abrégé)
1άδος
adj. f.
c. πολιός.
2acc. fém. pl. de πολιός.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(ανώμ. θηλ.) βλ. πολιός.
Russian (Dvoretsky)
πολιάς: άδος (ᾰδ) adj. f седеющая, седая (ἡ γυνὴ πρεσβῦτις καὶ τὴν κεφαλὴν π. Luc.).
άδος (ᾰδ) ἡ полиада, «хранительница города» (эпитет Афины) Her., Soph., Luc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιάς -άδος [~ πολιός] met grijs haar.