φοιβόληπτος

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβόληπτος Medium diacritics: φοιβόληπτος Low diacritics: φοιβόληπτος Capitals: ΦΟΙΒΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: phoibólēptos Transliteration B: phoibolēptos Transliteration C: foivoliptos Beta Code: foibo/lhptos

English (LSJ)

Ion. φοιβό-λαμπτος, ον, A possessed by Phoebus, Hdt.4.13, Lyc.1460, Plu.Pomp.48, Plot.5.8.10.

German (Pape)

[Seite 1295] vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση
αρχ.
αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό-ληπτος].

Russian (Dvoretsky)

φοιβόληπτος: одержимый Фебом, боговдохновенный (ὥσπερ ἐπίπνους καὶ φ. Plut.).