ἄκτιος

From LSJ
Revision as of 12:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτιος Medium diacritics: ἄκτιος Low diacritics: άκτιος Capitals: ΑΚΤΙΟΣ
Transliteration A: áktios Transliteration B: aktios Transliteration C: aktios Beta Code: a)/ktios

English (LSJ)

ον, (ἀκτή α) A of the sea-shore, of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of Apollo, A.R.1.404.

German (Pape)

[Seite 86] ον, am Gestade (ἀκτή); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ ἄκτιον, die Küste, Ael. H. A. 13, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτιος: -ον, (ἀκτὴ) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. ἁλίπλαγκτος, λιμενίτης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du littoral.
Étymologie: ἀκτή².

Greek Monolingual

ἄκτιος, -ον (Α) ἀκτή
1. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην παραλία, ο ακταίος (κυρίως επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκτιον.

Greek Monotonic

ἄκτιος: -ον (ἀκτή), αυτός που ζει στην ακροθαλασσιά, συχνάζει στην παραλία, λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκτιος: прибрежный, береговой (эпитет Пана) Theocr.

Middle Liddell

ἀκτή
haunting the shore, of Pan, Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκτιος -α -ον [2. ἀκτή die hoort bij de kust, kust-.