ἀριθμητικῶς
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
adv.
numériquement.
Étymologie: ἀριθμητικός.
ἀριθμητικῶς: численно, арифметически (ὁρίζειν τι Plut.).