ὁμοιογενής
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ές, A akin, of like kind, Arist. GA715b9, Placit.4.19.2; ἀρεταί D.H.Pomp.3. Adv. -νῶς An.Ox.4.273.
German (Pape)
[Seite 334] ές, von gleicher. Geburt, gleichem Geschlechte, gleicher Gattung, Arist. gen. an. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιογενής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίου γένους, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 7, Πλούτ. 2. 902C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοιογενῆ· ὁμόφυλον. συγγενικὸν» ― Ἐπίρρ. -νῶς, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de même race, de même genre.
Étymologie: ὅμοιος, γένος.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιογενής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις
2. ομοιόμορφος.
επίρρ...
ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς)
με ομοιογενή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -γενής (< γένος), πρβλ. ομο-γενής].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιογενής: одинакового происхождения, одного рода Arst., Plut.