δερματικός

From LSJ
Revision as of 13:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτικός Medium diacritics: δερματικός Low diacritics: δερματικός Capitals: ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dermatikós Transliteration B: dermatikos Transliteration C: dermatikos Beta Code: dermatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of skin, like skin, ὑμήν Arist.HA495a8; of the wings of insects, Id.PA682b19; σκέπη Id.GA719b5. II δερματικόν (sc. ἀργύριον), τό, the money received for the sale of the hides of sacrificial animals, IG2.741, Lycurg.Fr.1. III v. δαλματικόν.

German (Pape)

[Seite 549] haut-, lederartig, ὑμήν Arist. H. A. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

δερματικός: -ή, -όν, ἐκ δέρματος, ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 5, Γεν. Ζ. 1. 12, 2, κτλ. ΙΙ. δερματικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, τὰ χρήματα τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν δορῶν τῶν θυσιαζομένων ζῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 5, 27, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de piel, dérmico, membranoso ἔστι δ' ὑμὴν δ. ἡ μῆνιγξ Arist.HA 495a8, de los párpados de los animales, Arist.PA 657b33, de las alas de los insectos, Arist.PA 682b19, σκέπη δ. envoltura cutánea Arist.GA 719b5, de la piel de la bellota o la castaña, Thphr.HP 1.11.3, cf. CP 1.7.3, 1.19.2.
2 subst. τὸ δ. (sc. ἀργύριον) dinero procedente de la venta de pieles de animales δερματικὸν ... τὸ ἐκ τῶν δερματίων τῶν πιπρασκομένων περιγιγνόμενον ἀργύριον Lycurg.Fr.1, cf. IG 22.333c.23, 1496.68, 90, 123 (ambas Atenas IV a.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δερματικός, -ή, -όν)
ο δερμάτινος
νεοελλ.
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου
(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)
αρχ.
1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ' ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.)
2. «δερματικόν αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το δημόσιο από την πώληση τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων
3. το θηλ. ως ουσ. η δερματική
η δαλματική, το επίσημο ένδυμα.

Russian (Dvoretsky)

δερμᾰτικός: кожистый (κέλυφος, ὁμήν Arst.).