πολύκαμπτος
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ον = πολυκαμπής (much bent, with many curves, with many flourishes), μελέων π. v.l. for πολυπλάγκτων in Parm. 16.1.
German (Pape)
[Seite 663] vielfach gebogen, Poll. 4, 73; auch μέλη, Parmenid. bei Arist. metaph. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαμπτος: -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. μέλη Παρμεν. 146, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 66.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο πολυκαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καμπτός (< κάμπτω), πρβλ. εύ-καμπτος].
Russian (Dvoretsky)
πολύκαμπτος: весьма гибкий (μέλη Parmenides ap. Arst.).