συγκαθιδρύω

From LSJ
Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθιδρύω Medium diacritics: συγκαθιδρύω Low diacritics: συγκαθιδρύω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: synkathidrýō Transliteration B: synkathidryō Transliteration C: sygkathidryo Beta Code: sugkaqidru/w

English (LSJ)

A set up or dedicate with, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Plu.2.44d, cf. IG7.271 3.50 (Acraeph., i A.D., -καθειδρ-), Jul.Or.4.150d:—Pass., POxy. 1256.14 (iii A.D.); οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοί IG5(1).497.17 (Sparta), cf. Str.9.2.29.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθιδρύω: στήνω, ἱδρύω, ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.

French (Bailly abrégé)

consacrer une fondation en même temps ; τινί τινα à un dieu en même temps qu’à un autre.
Étymologie: σύν, καθιδρύω.

Greek Monolingual

Α καθιδρύω
1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου
2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

συγκαθιδρύω: ставить (воздвигать) вместе, устанавливать рядом (τὸν Ἑρμῆν τῇ Ἀφροδίτῃ Plut.).